παρλιακός

παρλιακός
-ή, -ό
βλαμμένος σωματικά και διανοητικά, ανόητος, ηλίθιος
2. το ουδ. ως ουσ.
το παρλιακό
(κυρίως με σκωπτ. σημ.) ανόητο πλάσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρλα + κατάλ. -ιακός (πρβλ. ζοχαδ-ιακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”